- χασικλήδικο
- το место курения гашиша
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεκές — και ντεκές, ο, Ν 1. ισλαμικό ασκητήριο για δερβίσηδες 2. χασικλήδικο, καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tekke] … Dictionary of Greek
χασικλήδικος — η, ο, Ν [χασικλής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο χασισοποτείο, τεκές. επίρρ... Χασικλήδικα σαν τον χασικλή … Dictionary of Greek
χασισοποτείο — το, Ν τόπος όπου καπνίζουν χασίς, χασικλήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. χασισοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek